ακαθαγίαστος

ακαθαγίαστος
-η, -ο [καθαγιάζω]
αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί με κατάλληλη θρησκευτική τελετή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαθαγίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί, εξαγνιστεί: Ο τόπος εκείνος δεν επρόκειτο να μείνει για πολύ ακαθαγίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαθιέρωτος — η, ο (Α ἀκαθιέρωτος, ον) [καθιερώνω] 1. ακαθαγίαστος* 2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση …   Dictionary of Greek

  • ακαθοσίωτος — η, ο (Μ ἀκαθοσίωτος, ον) [καθοσιῶ] νεοελλ. ο ακαθαγίαστος* μσν. ο μη εξαγνισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”